λιβρέα

λιβρέα
η ливрея

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λιβρέα" в других словарях:

  • λιβρέα — η ειδική στολή τού υπηρετικού προσωπικού ανακτόρων, πρεσβειών, ξενοδοχείων, μεγάρων κ.λπ., η οικοστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. livrea. Ο γαλλ. τ. είναι livree < livrer, «παραδίδω» (τις στολές αυτές τίς παρέδιδαν στο προσωπικό τους οι οίκοι τών… …   Dictionary of Greek

  • λιβρέα — η (λ. γαλλ.), ειδική στολή υπηρετών σε ανάκτορα, πρεσβείες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικοστολή — η επίσημη ενδυμασία που φορούν οι υπηρέτες ανακτόρων, πρεσβειών, ξενοδοχείων, πύργων κ.λπ., αλλ. λιβρέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λασιοκαμπίδες — (lasiocampidae). Οικογένεια λεπιδοπτέρων εντόμων που περιλαμβάνει 163 είδη. Πρόκειται για μεγαλόσωμες, καφέ πεταλούδες που πετούν κυρίως το βράδυ και προσελκύονται από το φως. Τα ενήλικα άτομα συνήθως δεν τρέφονται, καθώς τα στοματικά τους… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»